στερητικός

στερητικός
στερ-ητικός, ή, όν,
A having a negative quality, τὰ ς. Plu.2.947c.
II = ἀποφατικός, expressing privation, i.e. negative, of propositions, opp. κατηγορικός, καταφατικός, Arist.APr.25a6, al., cf. Thphr.CP6.6.3, Chrysipp.Stoic.2.52;

σ. φωνή Gal.8.34

. Adv. -κῶς negatively, Arist.APr.26b22; privatively, Id.Metaph.1056a29.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στερητικός — having a negative quality masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερητικός — ή, ό / στερητικός, ή, όν, ΝΜΑ [στερώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στέρηση 2. αυτός που εκφράζει στέρηση, αρνητικός, αποφατικός νεοελλ. φρ. α) «στερητικό μόριο» (γρομμ.) μόριο που τίθεται ως πρώτο συνθετικό λέξης και δηλώνει άρνηση,… …   Dictionary of Greek

  • στερητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη στέρηση ή προκαλεί στέρηση. 2. «στερητικά μόρια», το α και αν στη γραμματική που χρησιμοποιούνται ως α’ συνθετικό και δηλώνουν άρνηση ή στέρηση εκείνου που δηλώνεται από το β’ συνθετικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στερητικά — στερητικός having a negative quality neut nom/voc/acc pl στερητικά̱ , στερητικός having a negative quality fem nom/voc/acc dual στερητικά̱ , στερητικός having a negative quality fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερητικῶν — στερητικός having a negative quality fem gen pl στερητικός having a negative quality masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερητικόν — στερητικός having a negative quality masc acc sg στερητικός having a negative quality neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερητικαῖς — στερητικός having a negative quality fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερητικαί — στερητικός having a negative quality fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερητικοῖς — στερητικός having a negative quality masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερητικοί — στερητικός having a negative quality masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερητικοῦ — στερητικός having a negative quality masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”